ἐξεργασιῶν

ἐξεργασιῶν
ἐξεργασία
working out
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποτοξίνωση — η το σύνολο των βιολογικών εξεργασιών που καταλήγουν στην αποσβολή από τον οργανισμό των τοξικών ουσιών …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • ασφυξία — Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • διάπαυση — Κατάσταση προσωρινής αναστολής της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής και μείωσης του μεταβολισμού, στην οποία καταφεύγουν ορισμένοι οργανισμοί για να αποφύγουν τις δυσάρεστες οικολογικές συνθήκες που επικρατούν κάποια περίοδο του έτους. Το φαινόμενο …   Dictionary of Greek

  • καταθυμία — η (ψυχιατρ.) μεταβολή τού ψυχικού περιεχομένου με παραποίηση αντιλήψεων, αναμνήσεων και νοητικών εξεργασιών κατά τις επιθυμίες ή τους φόβους τού ατόμου υπό την επίδραση έντονων βιωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. katathymia < cata πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μυογονία — η (εμβρυολ.) το σύνολο τών εξεργασιών με τις οποίες ορισμένα διαφοροποιημένα στοιχεία τού μεσοδέρματος μεταβάλλονται σε μυϊκές ίνες, γραμμωτές ή λείες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myogenie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + γονία < …   Dictionary of Greek

  • παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …   Dictionary of Greek

  • τερατογένεση — η, Ν (βιολ. ιατρ.) α) σύνολο εξεργασιών που οδηγούν στην παραγωγή ενός τέρατος, ενός μορφολογικά και λειτουργικά ανώμαλου οργανισμού ως συνέπεια διαμαρτιών διάπλασης β) η πειραματική παραγωγή ανωμαλιών ανάπτυξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακοκινητική — η, Ν (φαρμ.) το σύνολο τών εξεργασιών, όπως είναι η χορήγηση, η απορρόφηση από τη θέση χορήγησης στην κυκλοφορία τού αίματος και η απέκκριση τού φαρμάκου ή τών προϊόντων τού μεταβολισμού του, μέσω τών οποίων επιτυγχάνεται η επαρκής συγκέντρωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”